ἐκτινάξεις

ἐκτινάξεις
ἐκτίναξις
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐκτίναξις
fem nom/acc pl (attic)
ἐκτινάσσω
shake out
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐκτινάσσω
shake out
fut ind act 2nd sg
ἐκτινάσσω
shake out
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐκτινάσσω
shake out
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Παρικούτιν — Ηφαίστειο του Μεξικού. Έχει ύψος 2.774 μ. ή, σύμφωνα με ορισμένα δεδομένα, 3.170 μ.. Το 1943 σημειώθηκαν μεγάλες εκτινάξεις πυρακτωμένης σκωρίας εναλλασσόμενες με εκτινάξεις ατμού και τέφρας και σημαντική ροή λάβας. Οι εκρήξεις του Π.… …   Dictionary of Greek

  • εκλακτισμός — ἐκλακτισμός, ο (Α) είδος χορού με ζωηρές εκτινάξεις τών ποδιών …   Dictionary of Greek

  • έκχυση λάβας — Η εκροή λάβας πάνω στην επιφάνεια της Γης. Η έ.λ. συνοδεύεται από εκρήξεις και εκτινάξεις μικρών και μεγάλων κομματιών στερεής λάβας και αποτελεί μία από τις μορφές, με τις οποίες εκδηλώνεται η ηφαιστειακή δραστηριότητα. Η λάβα μετά την έκχυση… …   Dictionary of Greek

  • καληδόνια ορεογένεση — Η πρώτη από τις μεγάλες αναταραχές που επέδρασαν στον φλοιό της Γης κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα και προκάλεσαν την πτύχωση των πετρωμάτων και τη γένεση σημαντικών ορεινών αλυσίδων, ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”